Άρθρο στην εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος"
Μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν είναι απαραίτητη πριν ξεκινήσουμε
τη συζήτηση για τις πρόσφατες εξελίξεις στον χώρο της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης. Υπενθυμίζω, λοιπόν, ότι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ακόμα
και επί υπουργίας του κ. Γιώργου Παπανδρέου ήταν αυτές που πέντε φορές
(1995, 1997, 1998, 2000 και 2001) έφεραν νομοσχέδια που αφορούσαν
αλλαγές στον χώρο της Παιδείας προς συζήτηση και ψήφιση στα θερινά
τμήματα της Βουλής. Αυτό ως μια απάντηση στην παραπληροφόρηση που
επιχειρείται από συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους, πως δήθεν η
κυβέρνηση θα επιχειρούσε να περάσει αλλαγές στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. εν
μέσω του θέρους και δίχως ουσιαστικό διάλογο.
Οι προθέσεις της κυβέρνησης στον χώρο της Παιδείας είναι διαυγείς και
αυτό το έχει αποδείξει και στην πράξη. Στόχος της είναι η προώθηση
μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αφενός είναι απαραίτητες για την ποιοτική
αναβάθμιση του χώρου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αφετέρου, όπως
δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τυγχάνουν της αποδοχής της μεγάλης
πλειοψηφίας τόσο της πανεπιστημιακής κοινότητας όσο και του συνόλου των
πολιτών.
Οι αλλαγές, όμως, θα προωθηθούν μέσα από ανοικτό, ειλικρινή και
δίχως προαπαιτούμενα και χρονικούς προορισμούς διάλογο. Κάτι που
επανέλαβε επανειλημμένως και η υπουργός Παιδείας κα. Μαριέτα Γιαννάκου
παρουσιάζοντας το προσχέδιο της κυβερνητικής πρότασης για τις αλλαγές
στα πανεπιστήμια καταθέτοντάς τον προς δημόσια διαβούλευση. Κάτι όμως
που έτσι και αλλιώς έχει αποδειχθεί στην πράξη με τον διάλογο που επί
έναν και πλέον χρόνο διεξάγονταν τόσο στο πλαίσιο της συνόδου των
πρυτάνεων όσο και του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
Από αυτόν τον διάλογο κανείς δεν πρέπει να λείψει. Όσοι
πραγματικά ενδιαφέρονται για το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και
γενικότερα της παιδείας, αλλά εν τέλει και της νέας γενιάς οφείλουν να
δώσουν το παρόν και μάλιστα με θέσεις και προτάσεις και όχι με στείρα
διαφωνία και άρνηση στην προώθηση αλλαγών.
Δυστυχώς, παρακολουθώ με ανησυχία τις αντιδράσεις των τελευταίων
εβδομάδων από μερίδα φοιτητών και καθηγητών. Κινητοποιήσεις που ο
στόχος τους είναι προφανής και μπορεί να καταδειχθεί και από το ότι
είχαν ξεκινήσει πριν καν η κυβέρνηση παρουσιάσει την πρότασή της, χωρίς
ποτέ να πει ότι θα καταθέσει νομοσχέδιο εντός του καλοκαιριού και την
ώρα που διαβεβαίωνε διαρκώς πως οι όποιες προτάσεις της θα αποτελέσουν
αντικείμενο διαλόγου.
Μετά λύπης και προβληματισμού παρατηρώ ότι οι κινητοποιήσεις
συνεχίζονται ακόμη και σήμερα παρά το ότι οι αντιδρώντες καθηγητές και
φοιτητές διαβεβαίωναν πως θα ανοίξουν τα πανεπιστήμια για να μη χαθεί η
εξεταστική του Ιουνίου, εάν το υπουργείο διαβεβαίωνε πως δεν θα
κατατεθεί νομοσχέδιο σε θερινό τμήμα και πως θα ξεκινήσει κύκλος
διαλόγου.
Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν και
συνεχίζονται διότι είναι πολιτικά υποκινούμενες. Στόχος όσων κρύβονται
από πίσω τους (και όχι φυσικά των φοιτητών και καθηγητών που εκφράζουν
έστω και με άδικο τρόπο και εν πολλοίς με κλειστά αυτιά τη διαφωνία
τους) δεν είναι το καλό του δημόσιου πανεπιστημίου, αλλά να πληγεί
πολιτικά η κυβέρνηση. Τελικά, όμως, όχι μόνο χάνουν οι ίδιοι πολιτικά,
αλλά και λειτουργούν εις βάρος της παιδείας και της κοινωνίας.
Η κυβέρνηση, όμως, είναι εδώ για να είναι χρήσιμη. Οι
μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια θα προχωρήσουν με κοινωνική συναίνεση
για το καλό της παιδείας, της χώρας και της νέας γενιάς.